κλεισουροφύλαξ

κλεισουροφύλαξ
κλεισουροφύλαξ, -ακος, ὁ (Μ)
φρουρός ή διοικητής τής φρουράς σε κλεισούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεισούρα + -φύλαξ (< φύλαξ), πρβλ. αρχειο-φύλαξ, υποθηκο-φύλαξ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”